διασκελισμός

διασκελισμός
ο
1. το διασκέλισμα
2. (στιχουργ.) η μη ολοκλήρωση νοήματος, φράσης ή και λέξης στο τέλος στίχου και η συνέχιση στον επόμενο (enjambement).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διασκελισμός — ο η δρασκελιά, το άνοιγμα των σκελών καθώς βαδίζει ή τρέχει κάποιος: Ο διασκελισμός του ήταν μεγάλος, γιατί βιαζόταν πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασκελιά — και δρασκελιά, η και διάσκελο, το 1. διασκελισμός 2. η απόσταση μεταξύ τών δύο ποδιών ανθρώπου με ανοιχτά σκέλη …   Dictionary of Greek

  • δρασκελιά — και αδρασκελιά και δρασκελισιά και δρασκέλα, η και δρασκέλισμα, το 1. ο διασκελισμός, το άνοιγμα των σκελών 2. η απόσταση μεταξύ δύο ανοιγμένων ποδιών, βήμα 3. μέτρο μήκους ενός μέτρου περίπου 4. πολύ μικρή έκταση γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + σκελιά] …   Dictionary of Greek

  • σονέτο — Ποιητική σύνθεση (από το προβηγκιανό sonet, τραγουδάκι, με μετρική δομή που αντιστοιχεί πραγματικά σε μουσικό σχήμα). Αποτελείται από δεκατέσσερις εντεκασύλλαβους στίχους, που υποδιαιρούνται συνήθως σε δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα (υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • δρασκελιά — η το άνοιγμα των ποδιών, ο διασκελισμός: Μ’ έφτασε με δυο δρασκελιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”